προσαρμοστία

προσαρμοστία
η, Ν [προσαρμόζω]
ιατρ. η ικανότητα τού ματιού να προσαρμόζεται κάθε φορά με την απόσταση στην οποία βρίσκεται το αντικείμενο και να τό βλέπει με καθαρότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”